- ἁλίπλακτος
- ᾰλίπλακτος, -ον1 sea-beaten “τᾶσδἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς” i. e. Thera. P. 4.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁλίπλακτος — ἁλίπλᾱκτος , ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίπληκτος — ἁλίπληκτος, ον, δωρικό ἁλίπλακτος (Α) (κυρίως για νησιά) αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληκτος < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek